- υπεμνήμυκε
- Α(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) είναι σκυφτός, έχει το κεφάλι σκυφτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ρ. ὑπημύω σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. *ὑπεμήμυκε (με αττικό διπλασιασμό, πρβλ. ἐμῶ: ἐμήμεκα) με την προσθήκη τού -ν-, η οποία επιτρέπει τη μετρική έκταση τού προηγούμενου φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.